Ευ-λόγον Δευ 17 Οκτ 2016

Ηβηφωνία ονομάζουμε την παθολογική κατάσταση κατά την οποία η φωνή ενός ενήλικου εξακολουθεί να ακούγεται ‘παιδική’ χωρίς να υπάρχει άλλη διαταραχή στην πορεία της γενικότερης ανάπτυξης του. Η ηβηφωνία συναντάται  και στα δυο φύλα αλλά κυρίως στα αγόρια στην αρχή της εφηβείας.

Κατά την φυσιολογική ανάπτυξη, ο λάρυγγας  των αγοριών αναπτύσσεται  από την αρχή της εφηβείας εως τα 17 έτη όπου και λαμβάνει τις διαστάσεις ενός ενήλικου.  Οι φωνητικές χορδές σχεδόν διπλασιάζονται σε μέγεθος με αποτέλεσμα η φωνή να αποκτά χαμηλότερες συχνότητες (γύρω στα 125 Hz) και να ακούγεται μπάσα. Αντίστοιχα η φωνή των κοριτσιών κατά την ενήλικη ζωή κυμαίνεται σε υψηλές συχνότητες (γύρω στα 225 Hz ) με αποτέλεσμα να ακούγεται ψιλή. Σε περιπτώσεις ηβηφωνίας οι συχνότητες της φωνής είναι τόσο υψηλές που φτάνουν τα 270 Hz προκαλώντας ένα πολύ υψηλό τόνο φωνής. Ωστόσο μια πολύ ψιλή φωνή στις γυναίκες είναι περισσότερο αποδεκτό κοινωνικά και μπορεί να χαρακτηριστεί ως χαριτωμένη. Αντιθέτως η πολύ ψιλή φωνή σε έναν άντρα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του και στην αυτοπεποίθησή του, καθώς τον κάνει να ακούγεται θηλυπρεπής.

Η ηβηφωνία στους άντρες μπορεί να είναι καθολική, δηλαδή να εκδηλώνεται σε κάθε περίπτωση ομιλίας και ο ενήλικας να έχει την φωνή ενός παιδιού. Ορισμένες φορές στους άντρες με ηβηφωνία μπορεί να υπάρχουν απότομες εναλλαγές ψιλής φωνής και μπάσας φωνής με αποτέλεσμα να προκαλείται φάλτσο κατά την διάρκεια της ομιλίας τους. Σε κάθε περίπτωση η ηβηφωνία συνοδεύεται με ένταση και πόνο στην περιοχή του λαιμού καθώς η δύναμη που ασκείται στον λάρυγγα είναι πολύ μεγάλη.

Τα αίτια της ηβηφωνίας δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμα καθώς πιστεύεται ότι η συγκεκριμένη διαταραχή είναι πολυπαραγοντική και διαφοροποιείται στον εκάστοτε ασθενή. Ωστόσο η πρόγνωση της θεραπείας είναι πολύ καλή. Στα πλάισια της θεραπευτικής προσέγγισης θα πρέπει αρχικά να αποκλειστούν μέσω ΩΡΛ εξέτασης πιθανές οργανικές αιτίες που επηρεάζουν την συχνότητα που εκπέμπει η φωνή. Επίσης θα πρέπει να αποκλειστούν και τυχόν ενδοκρινολογικές και ορμονικές  διαταραχές που επίσης επηρεάζουν δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου, όπως η φωνή. Η λογοθεραπευτική παρέμβαση σε περιπτώσεις ηβηφωνίας στοχεύει στην απόκτηση ‘νέας’ φωνής η οποία θα βγαίνει αβίαστα και θα  ακούγεται στις φυσιολογικές συχνότητες. Ο ασθενής εκπαιδεύεται στο να ελέγχει την δύναμη που ασκεί στις φωνητικές του χορδές αλλά και στο να καθιερώσει μια χαμηλότερης συχνότητας φωνή στην ομιλία του. Αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας είναι οι μυολειτουργικές ασκήσεις  που βοηθούν στον ασθενή να χαλαρώσει τους μύες που συμμετέχουν στην παραγωγή λόγου για να μπορέσει η ‘νέα’ φωνή να εγκατασταθεί άμεσα.

Zogas_dimitris