Στην Ευρώπη του 1932 ήδη εξαπλώνονται η ναζιστική και φασιστική βία. Ο Αϊνστάιν στέλνει μια επιστολή στον Φρόιντ ρωτώντας τη γνώμη του για το μίσος, την επιθετικότητα και τις δυνατότητες της ανθρωπότητας να αποφύγει τους πολέμους. Η απαντητική επιστολή του ιδρυτή της ψυχανάλυσης αρχίζει ως εξής:

    «Αρχίζετε με τις σχέσεις ανάμεσα σε Ισχύ και Δίκαιο [Might and Right], και αυτή είναι σίγουρα μια κατάλληλη αφετηρία για την έρευνα μας. Όμως, τον όρο «ισχύς», θα τον αντικαθιστούσα με μια σκληρότερη και πιο εκφραστική λέξη: «βία». Το δίκαιο και η βία σήμερα έχουν μια προφανή αντινομία. Εύκολα αποδεικνύεται ότι το ένα αναπτύχθηκε  από το άλλο …

    Οι συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε ανθρώπους λύνονται, καταρχήν, με προσφυγή στη βία. Το ίδιο συμβαίνει στο βασίλειο των ζώων, από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εξαιρείται ΄ ωστόσο οι άνθρωποι ρέπουν επίσης σε συγκρούσεις γνώμης, αγγίγματος, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε υψηλότερες κορυφές της αφηρημένης σκέψης, κάτι που φαίνεται να καλεί σε διευθέτηση μέσα από μια αρκετά διαφορετική μέθοδο. Αυτή όμως η βελτίωση είναι  πρόσφατη εξέλιξη.

    Ξεκινώντας, η ωμή δύναμη ήταν ο παράγοντας που, σε μικρές κοινότητες, αποφάσιζε τα σημεία ιδιοκτησίας και το ποιος άνδρας θα επικρατήσει. Πολύ σύντομα η φυσική δύναμη εφαρμόστηκε, μετά αντικαταστάθηκε, από τη χρήση διάφορων βοηθημάτων ΄ αποδεικνύοντας νικητή αυτόν του οποίου το όπλο ήταν καλύτερο, ή το οποίο χειριζόταν πιο επιδέξια.

    Τώρα, για πρώτη φορά, με την έλευση των όπλων, ανώτερα μυαλά άρχισαν να εξαπολύουν ωμή δύναμη, όμως το αντικείμενο της σύγκρουσης παρέμεινε το ίδιο: να περιοριστεί μια ομάδα, τραυματίζοντάς την ή μειώνοντας τη δύναμή της, να αποσύρει  μια διεκδίκηση ή μια άρνηση.  Σκοπός που επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα όταν ο αντίπαλος βγαίνει οριστικά εκτός δράσης, με άλλα λόγια σκοτώνεται.

    Ετούτη η διαδικασία έχει δυο πλεονεκτήματα ΄ ο εχθρός δεν μπορεί να ανανεώσει τις επιθέσεις, και, δεύτερον, η μοίρα του αποθαρρύνει άλλους από το να ακολουθήσουν το παράδειγμα του. Επιπλέον, η σφαγή ενός εχθρού ικανοποιεί μια επιθυμία του ενστίκτου, σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε. Όμως, μια άλλη έγνοια μπορεί να τεθεί ενάντια στη θέληση να σκοτώσει κάποιος: η πιθανότητα χρησιμοποίησης του εχθρού σε βοηθητικές εργασίες εάν κάμφθηκε το πνεύμα του και του χαρίστηκε η ζωή. Εδώ η βία βρίσκει μια διέξοδο όχι στη σφαγή αλλά στην υποταγή. Σε αυτό το σημείο αναδύεται η πρακτική απαγόρευσης φόνου του αιχμαλώτου: όμως ο νικητής, έχοντας από εδώ και πέρα να λάβει υπόψη την επιθυμία εκδίκησης που ενοχλεί το θύμα του, στερείται σε ένα βαθμό την προσωπική του ασφάλεια.

    Από τη βία στο νόμο

    […] Γνωρίζουμε ότι στην πορεία της εξέλιξης αυτή η κατάσταση τροποποιήθηκε, χαράχτηκε ένα μονοπάτι που οδήγησε από τη βία στο νόμο. Όμως ποιο ήταν αυτό το μονοπάτι; Ασφαλώς προήλθε από μια μοναδική αλήθεια ΄ ότι η συμμαχία από πολλά ανθρωπάκια μπορεί να καταβάλει την υπεροχή ενός δυνατού ανθρώπου, ότι η ένωση είναι δύναμη. Η ωμή δύναμη νικιέται από την ένωση, η συμμαχική ισχύς από σκόρπιες μονάδες επιβάλει το δίκιο της ενάντια στον απομονωμένο γίγαντα.

    Συνεπώς μπορούμε να ορίσουμε το «δίκαιο» (δηλαδή το νόμο) σαν την ισχύ μιας κοινότητας. Όμως, και αυτό, δεν είναι τίποτα πέρα από βία, που σπεύδει να επιτεθεί σε όποιο άτομο μπαίνει στο δρόμο του, και χρησιμοποιεί απαράλλακτες  μεθόδους, έχει παρόμοιες επιδιώξεις, με μια μόνο διαφορά ΄ είναι ο τρόπος της κοινής, όχι της ατομικής βίας.

    Όμως, για τη μετάβαση από την ωμή βία στο βασίλειο του νόμου, χρειάζεται πρώτα να κατακτηθεί μια ορισμένη ψυχολογική κατάσταση. Η ένωση της πλειοψηφίας χρειάζεται να είναι σταθερή και διαρκής. Εάν ο αποκλειστικός σκοπός της είναι η ματαίωση των σχεδίων ορισμένων θορυβωδών ατόμων και, μετά την πτώση τους, διαλύεται, οδηγεί στο τίποτα. Κάποιος άλλος, με εμπιστοσύνη στη δύναμη υπεροχής του, θα προσπαθήσει να εγκαταστήσει ξαν τον κανόνα της βίας και ο κύκλος θα επαναλαμβάνεται αδιάκοπα.

    Συνεπώς η ένωση των ανθρώπων χρειάζεται να είναι μόνιμη και καλά οργανωμένη ΄ πρέπει να θεσπίσει κανόνες για τον κίνδυνο πιθανών επαναστατών ΄ πρέπει να στήσει μηχανές που εξασφαλίζουν ότι οι κανόνες της, οι νόμοι τηρούνται και ότι τέτοιες πράξεις βίας όπως απαιτεί ο νόμος ολοκληρώνονται έγκαιρα. Αυτή η αναγνώριση της κοινότητας συμφερόντων προκαλεί στα μέλη της ομάδας το αίσθημα ενότητας και αδελφικής αλληλεγγύης που συνιστά την πραγματική της δύναμη.

    […] Τώρα η θέση είναι αρκετά απλή για όσο η κοινότητα αποτελείται από ισοδύναμα άτομα. Οι νόμοι μιας τέτοιας ομάδας μπορούν να καθορίσουν το βαθμό στον οποίο κάθε άτομο πρέπει να στερηθεί την προσωπική του ελευθερία, το δικαίωμα άσκησης ατομικής δύναμης σαν εργαλείο βίας, για να εγγυηθεί την ασφάλεια της ομάδας.

    Όμως ένας τέτοιος συνδυασμός είναι δυνατός μόνο θεωρητικά ΄ πρακτικά η κατάσταση είναι πάντα πιο πολύπλοκη επειδή, εξαρχής, η ομάδα περιλαμβάνει στοιχεία άνισης δύναμης, άντρες και γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, και, πολύ σύντομα, σαν αποτέλεσμα πολέμου και κατάκτησης, νικητές και ηττημένους δηλαδή επίσης αφέντες και δούλους. Από εδώ και πέρα οι κοινοί νόμοι λαμβάνουν υπόψη αυτές τις ανισότητες δύναμης, οι νόμοι γίνονται από και για τους κυρίαρχους, δίνοντας στις δουλοπρεπείς τάξεις λιγότερα δικαιώματα.

    Έπειτα υπάρχουν μέσα στην κατάσταση δυο παράγοντες που οδηγούν στην αστάθεια των νόμων, όμως και στη νομοθετική εξέλιξη επίσης: πρώτον, οι προσπάθειες των μελών της άρχουσας τάξης να θέσουν εαυτούς πάνω από τους περιορισμούς του νόμου και, δεύτερον, η συνεχής μάχη αυτών που κυριαρχούνται να επεκτείνουν τα δικαιώματα τους και να δουν κάθε κέρδος να ενσωματώνεται στον κώδικα, αντικαθιστώντας νομικές αναπηρίες με ίσους νόμους για όλους.

    Η δεύτερη από αυτές τις τάσεις θα διαμορφωθεί ιδιαίτερα όταν συμβαίνει μια θετική μετάλλαξη στην ισορροπία δυνάμεων μέσα στην κοινότητα, συχνό αποτέλεσμα ορισμένων ιστορικών συνθηκών. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι νόμοι μπορεί σταδιακά να προσαρμοστούν ή (όπως συμβαίνει συχνότερα) η κυρίαρχη τάξη είναι απρόθυμη να λάβει υπόψη τις νέες εξελίξεις, με αποτέλεσμα εξεγέρσεις και εμφύλιους πολέμους, μια περίοδο όπου ο νόμος τίθεται σε αδράνεια και η δύναμη γίνεται για μια ακόμα φορά ο κριτής, ακολουθούμενη από ένα νέο καθεστώς δικαίου. Υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας συνταγματικής αλλαγής, που λειτουργεί με έναν πλήρως ειρηνικό τρόπο, δηλαδή: η πολιτισμική εξέλιξη του μεγάλου όγκου της κοινότητας ΄ ωστόσο, αυτός ο παράγοντας είναι άλλης τάξης και μπορεί να συζητηθεί μόνο αργότερα. (…)»

Πηγή: https://en.unesco.org/courier/marzo-1993/why-war-letter-freud-einstein

Zogas_dimitris